λειχήνωρ

λειχήνωρ
λειχήνωρ, -ορος, ὁ (Α)
(κωμική ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ- τού λείχω + -ήνωρ (< ἀνήρ. Οι τ. σε -ήνωρ, -άνωρ εμφανίζουν την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέματος), πρβλ. αγαπ-ήνωρ, δεισ-ήνωρ. Το -η- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λειχήνωρ — Lick man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχομύλη — λειχήνωρ Lick man fem nom/voc sg (attic epic ionic) λειχομύλη Lick man fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειχήνορα — λειχήνωρ Lick man masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”